- ἡλιακαῖς
- ἡλιακόςof the sunfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναγκαλίζομαι — (AM ἐναγκαλίζομαι) 1. παίρνω ή σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω 2. ενστερνίζομαι, προσοικειώνομαι κάτι, ακολουθώ με ζήλο («τὴν ὁμηρικὴν ἀσέβειαν ἐνηγκαλίσατο φιλοστόργως», Ηράκλειτ.) αρχ. 1. περιβάλλω κυκλικά 2. μέσ. περιβάλλομαι από κάτι («τὰ… … Dictionary of Greek